Tuesday, September 6, 2011

Η κοινοτυπία της πρωτοτυπίας και η ξεπερασμένη πρωτοπορία.


Διαβάζω για τις ταινίες του Φεστιβάλ της Βενετίας και τη «Σφαγή» του Πολάνσκι, (η φωτο είναι του Κιούμπρικ), όπου δύο νεοϋρκέζικα ζευγάρια, λέει, συναντιούνται για να συζητήσουν πολιτισμένα το τσακωμό των παιδιών τους και τελικά «σφάζονται» (μεταφορικά), αποκαλύπτοντας την άγρια φύση του ανθρώπου και τέτοια  πολύ «πρωτότυπα».

Ανάλογα «πρωτότυπες» είναι πολλές από τις ταινίες που παίζονται, όχι μόνο στη Βενετία, αλλά σε όλα τα καθωσπρέπει φεστιβάλ, που θεωρούν χρέος τους να προβάλλουν όλα τα καλλιτεχνικά «σφαχτά» που τους δίνουν τη σφραγίδα της ποιότητας.

Από ό,τι βλέπω, στους άλλους χώρους της τέχνης επικρατεί το ίδιο σκηνικό του σφαγείου, έτσι που είναι να απορείς.  Ως πότε, δηλαδή, η σύγχρονη τέχνη και διανόηση θα αρέσκεται να ξεκοιλιάζει την καθημερινότητα και να μας πουλάει τα σφάγιά της;

Το έχουμε δει τόσες φορές το έργο που δεν μπορεί να μας ξεγελάσει για καινούργιο επειδή ο κάθε νέος εκδορέας- καλλιτέχνης ξεπετσιάζει όλο και πιο πολύ το θύμα του, για να πουλήσει πρωτοτυπία. (Αυτό δεν αφορά, βέβαια, τον Πολάνσκι - παλιά πουτάνα –, αλλά τα νέα φιντάνια.)

Οι περισσότεροι κριτικοί, άσχετοι με την ουσία της τέχνης και σχετικοί μόνο με τα επουσιώδη,  χειροκροτούν την τόλμη αυτής της ξεπερασμένης πρωτοπορίας, που το μόνο που έχει να προσφέρει στον άνθρωπο είναι μια όλο και πιο βαθιά απογοήτευση.  Απογοήτευση τόσο για τα έργα της, όσο και για αυτό που αναπαριστούν: έναν κόσμο σκουληκιασμένο, τον οποίο αυτοί, οι καλλιτέχνες - ως καλύτεροι προφανώς –, ανατέμνουν και αποδομούν, για να μας δείξουν τα σκουλήκια του. Το ό,τι το σκουλήκι μπορεί να γίνει και πεταλούδα, ουδείς λόγος βέβαια. Μιλάμε για κακεντρέχεια.

Η σύγχρονη τέχνη θα μπορούσε άνετα να θεωρηθεί η εκδίκηση του μοναχικού και προβληματικού μαθητή, ο οποίος στο σχολείο δεν «μετρούσε" ερωτικά, και βρίσκει την ευκαιρία αργότερα, μέσω της τέχνης, να εκδικηθεί την κουφάλα-κοινωνία, να αναδειχθεί τιμητής της, και τιμώμενος με βραβεία (από τους επίσης κομπλεξικούς κριτές του), να  «πηδήξει» μεγάλος, ό,τι δεν «πήδηξε» μικρός.

Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό.  Πολλοί φερέλπιδες πηδηχταράδες (και πηδηχταρούδες), μια χαρά καλογαμημένοι, μπαίνουν στην τέχνη με άγριες ξεπετσιαστικές προθέσεις. Όσοι βλέπουν τις μικρού μήκους που βγαίνουν κάθε χρόνο, εκπλήσσονται από τα «άνθη του κακού» που φέρουν αυτά τα «μπουμπούκια» στον κόσμο ως νέες καλλιτεχνικές προτάσεις.

Μα, δεν τους είπε κανείς ότι ο Μπωντλαίρ έγραψε για τα αυτά «άνθη» πριν 150 χρόνια κι αν δεν έχουν κάτι καλύτερο να πουν, να σωπάσουν ή τουλάχιστον να μην υστεριάζουν; Αυτό μαθαίνουν στις σχολές που πάνε; Αυτό μαθαίνουν από τις ταινίες που κυκλοφορούν; Αυτό διαβάζουν στα περιοδικά; Αυτό καταλαβαίνουν ότι έχει πέραση;  Μπορεί.

Μπορεί όμως να συμβαίνει και κάτι άλλο. Μπορεί από την εποχή του Μπωντλαίρ, του Φρόυντ, του Μαρξ και όλων των μεγάλων «ανατόμων» του δυτικού πολιτισμού, που έσκασαν κάπου μεταξύ 18-20 αιώνα, να έχει κολλήσει η βελόνα στον ίδιο σκοπό, και να εξακολουθεί να θεωρείται πρωτοπορία η ανατομική, αποδομητική, αναλυτική, καταγγελτική και υπονομευτική στάση προς την κοινωνία.

Δεν λέω, καλά έκαναν οι άνθρωποι τότε και μας έδειξαν τα σκοτεινά δωμάτια πίσω από τις φτιασιδομένες βιτρίνες μας. Αλλά αφού εντωμεταξύ τα είδαμε όλα (μέχρι και σκατά επί σκηνής), μπορεί κάποιος να μου πει τι καινούργιο έχουν να προσφέρουν όσοι συνεχίζουν το ίδιο βιολί;

Μήπως έχουμε παγιδευτεί στο αίτημα της πρωτοπορίας; Μήπως πρέπει να εστιάσουμε πλέον αλλού; Μήπως ήρθε επιτέλους η ώρα για μια ουσιαστική αλλαγή προθέσεων, όπου από τα «ανα» (της ανά-λυσης), «κατα» (της κατ-αγγελίας), «υπο» (της υπο-νόμευσης), να περάσουμε στα «υπερ» (της υπέρ-βασης), «συν» (της σύν-θεσης), «εν» (της εν-θάρρυνσης) και άλλα τέτοια θετικά, που θα δώσουν όραμα και ελπίδα για ένα νέο κόσμο, αφού χορτάσαμε απελπισία για τον παλιό; 

Thursday, August 18, 2011

η γαλή του έρωτα

 Παρόλο που δεν νομίζω ότι χρειάζεται πολύ φιλοσοφία περί έρωτος και είτε τον έχεις, είτε τρέχα-γύρευε, οφείλω να επισημάνω κάποιες στρεβλώσεις επί του θέματος, που λοξεύουν τα βέλη του φτερωτού θεού  και αντί να πηγαίνουν στο στόχο τους, αστοχούν, και όποιον πάρει ο χάρος.

Ο έρως δεν αφορά μια μοναχική διαδικασία περιπαθούς αυτοολοκλήρωσής μας, είτε επειδή νιώθουμε εμείς οι ίδιοι ερωτευμένοι με κάποιον/α/ους, ανεξαρτήτως ανταπόκρισης (η παλιά ρομαντική στρέβλωση), είτε επειδή μας ερωτεύονται κάποιοι άλλοι (η σύγχρονη ναρκισσιστική στρέβλωση). 

Ο έρωτας είναι κάτι που συμβαίνει ανάμεσα σε δύο και παράγει ένα «εμείς», πέρα από εμένα και εσένα, πέρα από τα εγώ του καθένα. Αποτελεί κάτι τρίτο, που γεννάται από την ένωση των δύο, τρέφεται από τα φιλιά τους και μεγαλώνει στην αγκαλιά τους. 

Αυτό το «εμείς» έχει την ανυψωτική δύναμη, με τα δύο του φτερά, λα-λα, να μας σηκώσει πάνω από το βαρύ και ασήκωτο εγώ μας, και να κάνουμε «παπάδες», εκεί που ήμασταν απλοί καντηλανάφτες.

Δύο ερωτευμένα άτομα δεν προστίθενται απλά - όπως νομίζουν πολλοί, αντιλαμβανόμενοι τον έρωτα με λογιστικό τρόπο (η προσθετική στρέβλωση) - αλλά συντίθενται δυναμικά, για να παράγουν το ερωτικό «εμείς» με την αυτοϋπέρβασή τους, αφού μεθυσμένα από τον έρωτα, αφήνουν τα λογιστικά τεφτέρια τους στο συρτάρι και σταματούν να υπολογίζουν και να μετράνε. 

Η (υπο)λογιστική πρόσθεση των δύο εγώ, χωρίς τη μεθυστική σύνθεσή τους, δεν μπορεί να παράγει κάτι τρίτο, αυτό το «εμείς», που έχει τη δική του ζωή και τη δική του ξεχωριστή δυναμική. 

Η σκέτη πρόσθεση  φτιάχνει άγονα ζεύγη μοναχικών ατόμων, που κάνουν παρέα στη μοναξιά τους και ικανοποιούν κάποιες προσωπικές τους ανάγκες, γούστα και ορέξεις, για όσο καιρό τις ικανοποιούν. Μετά, ο καθένας το δρόμο του και ούτε γάτα ούτε ζημιά. 

Όμως, η γάτα είναι εκεί και νιαουρίζει για έρωτα και δεν σε αφήνει τη νύχτα να κοιμηθείς. Γάτα είναι αυτή, δεν παίρνει από λόγια. Μπορεί να βγάλει νύχια και να σε πληγώσει, μπορεί και να ρονρονίσει αν τη χαϊδέψεις. Κανείς δεν ξέρει.

Παίζουν πολλά, όταν έχεις να κάνεις με τη γαλή του έρωτα. Αυτό που δεν παίζει σίγουρα είναι να μένεις έξω από το παιχνίδι, από φόβο μη πληγωθείς. Νιάρρ!

Wednesday, April 20, 2011

βία στη βία της εξουσίας



Υπάρχουν κάποια συνθήματα στη μεταπολιτευτική Ελλάδα που αντέχουν στο χρόνο και μένουν εκεί αναλλοίωτα, να επαναλαμβάνονται μονότονα, αγνοώντας πεισματικά τα χρόνια που περνούν και τις εποχές που μαζί τους αλλάζουν. 

 Ένα από τα πιο δημοφιλή από αυτά είναι το «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» και ένα άλλο το «βία στη βία της εξουσίας». Το πρώτο χρησιμοποιείται μονότονα στις διαδηλώσεις, κάθε φορά που κάνουν την εμφάνισή τους τα ΜΑΤ, από το 1975 μέχρι  και σήμερα, τριανταπέντε χρόνια μετά. Το δεύτερο είναι το σύνθημα-άλλοθι κάθε πράξης βίας (ή τέλος πάντων, αντιβίας) των αντιεξουσιαστών που καταφεύγουν στη βία (ή τέλος πάντων, στην αντιβία) και τους οποίους θα λέμε πρόχειρα «αντι-βιαστές», για να τους ξεχωρίσουμε από τους υπόλοιπους.

Δεν θα επιμείνουμε στο πρώτο σύνθημα, μιας και είναι περιορισμένης εμβέλειας, αφού στοχοποιεί μόνο τους «μπάτσους» και χρησιμοποιείται ειδικά κατά την εμφάνισή τους στις διαδηλώσεις, αντί χειροκροτήματος. Θα αναλύσουμε το δεύτερο, αφού η γενικόλογη φύση του το κάνει καταλληλότερο για ένα άρθρο περί πολιτικής βίας.

Το «βία στη βία», που φωνάζει το συγκεκριμένο σύνθημα, δια-δηλώνει μια συμμετρία, όπου το κακό απαντιέται με το κακό, προφανώς για να το εξουδετερώσει και να επιτρέψει μετά το καλό να κυριαρχήσει (αφού δεν θα μένει άλλο κακό στον κόσμο). Επικαλείται, δηλαδή, τον πασίγνωστο μαθηματικό κανόνα όπου «δύο αρνήσεις κάνουν μια κατάφαση».

Χωρίς να θέλω να μπω στα χωράφια των μαθηματικών, νομίζω ότι ο προαναφερθείς κανόνας ισχύει υπό κάποιες προϋποθέσεις, είναι δηλαδή σχετικός. Παρόλα αυτά, το «βία στη βία της εξουσίας» εκφέρεται απόλυτα από τους αντι-βιαστές, σαν ο ύστατος και απόλυτος κανόνας που θα επαναφέρει τη συμπαντική τάξη και συμμετρία στον κόσμο των ανθρώπων, τον κυριαρχημένο από τη βία της εξουσίας, τον οποίο αυτοί με την αντι-βία τους θα τον φέρουν στα ίσα.

Εδώ, δεν θα καυτηριάσω τις μεσσιανικές φαντασιώσεις των αντι-βιαστών και τις χριστιανικές τους καταβολές, όπου Αυτοί, ως εκλεκτοί του Θεού, σκοπεύουν να σώσουν τους ανθρώπους από τη βία της εξουσίας (ή αλλιώς το Διάβολο), μιας και οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τα καταφέρουν μόνοι τους, επειδή μάλλον είναι καταδικασμένοι από το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο Αυτοί, οι εκλεκτοί, γλύτωσαν, από  τη στιγμή που η Θεία Χάρις τούς ευλόγησε να γίνουν επαναστάτες, αντί να τελειώσουν την Οδοντιατρική.

Αντίθετα, θα συμφωνήσω υπέρ των πράξεων συμμετρίας και θα συμμεριστώ το σύνθημα «βία στη βία της εξουσίας», εφόσον αυτό υπόσχεται τάξη και αρμονία, δικαιοσύνη και ελευθερία, και όλα τα καλά, στον κόσμο των ανθρώπων. 

Ας εξετάσουμε, λοιπόν, την πολλά υποσχόμενη συμμετρικότητα αυτού του συνθήματος στην πράξη.
Πρώτα, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε για ποια εξουσία μιλάμε και ποια βία αυτή χρησιμοποιεί, για να της απαντήσουμε με το ίδιο νόμισμα. Η ιουδαϊκή ρήση (στην οποία βασίζεται το εν λόγω σύνθημα) λέει «δους αντί οδόντος», δηλαδή, «μου έβγαλες μάτι, θα σου βγάλω μάτι», όχι θα σου τραβήξω το αυτί. Πρέπει να απαντάμε, λοιπόν, με το ίδιο νόμισμα και να χτυπάμε στο ίδιο σημείο, αλλιώς δεν «μετράει».

Ο καταγωγικός προσδιορισμός της εξουσίας και το κατά πόσο αυτή επιβλήθηκε στους ανθρώπους από έξω (από κάποιον «καταραμένο όφη») ή υπήρξε προϊόν των ίδιων των ανθρώπων, μπορεί να μας εμπλέξει σε φιλοσοφικά ερωτήματα, του είδους αν έκανε η κότα το αυγό ή το αυγό την κότα, που δεν είναι επί του παρόντος.

Ας μείνουμε στην «εξουσία» που ο πολύς κόσμος καταλαβαίνει ως τέτοια, δηλαδή μία κατάσταση ισχύος στην οποία βρίσκονται κάποιοι, είτε ως «λειτουργοί» της εξουσίας - όταν η εξουσία είναι δημόσια -, είτε ως ιδιοκτήτες της εξουσίας - όταν η εξουσία είναι μεν ιδιωτικής φύσεως, αλλά δημόσιας χρήσεως, (όπως όταν κάποιοι ιδιώτες έχουν στα χέρια τους τόσο μεγάλη ισχύ, που να επιβάλλονται στους υπόλοιπους, χωρίς να χρειάζονται κάποιο δημόσιο λειτούργημα).

Σε αυτές τις δύο χονδρικές μορφές εξουσίας, τη δημόσια και την ιδιωτικο-δημόσια, μπορούμε να παραθέσουμε μια σειρά από άλλες εξουσίες, κάθε φύσεως (από την εξουσία του γονιού πάνω στα παιδιά του, μέχρι της γκόμενας πάνω στον καψούρη της), αλλά θα μείνουμε σε αυτές τις δυο, μιας και το θέμα μας είναι η πολιτική βία, αυτή δηλαδή που ασκείται δημόσια.

Η ανάγκη συμμετρικού και αποτελεσματικού χτυπήματος στη βία της εξουσίας μάς αναγκάζει επίσης να είμαστε σύγχρονοι, να την εντοπίσουμε στη σημερινή εποχή, όπως αυτή, δηλαδή, μας «βιάζει» σήμερα και όχι όπως μας παλούκωνε επί τουρκοκρατίας ή μας έριχνε στα μπουντρούμια της ΕΑΤ/ΕΣΑ επί δικτατορίας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι πολλοί από τους αντι-βιαστές αντιδρούν με καθυστερημένα αντανακλαστικά στην αλλαγή των εποχών και φέρονται ακόμη ως «ηρωικοί έγκλειστοι του Πολυτεχνείου», χωρίς να είναι πλέον περικυκλωμένοι από τανκς, αλλά από τις μποτιλιαρισμένες Πατησίων και Στουρνάρη.

Η επικαιρότητα των αντιδράσεών μας είναι σημαντική, αν θέλουμε  να επιφέρουμε συμμετρικά χτυπήματα στη βία της εξουσίας,  που  να την εξουδετερώσουν. Ο α-συγχρονισμός μας με την εποχή που ζούμε μπορεί να μας οδηγήσει σε δονκιχωτικές ψευδαισθήσεις και να μας κάνει να «την πέφτουμε» σε ανεμόμυλους, νομίζοντας ότι είναι πύργοι. Αυτό εμπεριέχει το σοβαρό κίνδυνο να την πληρώνουν άλλοι (ήτοι, οι ανεμόμυλοι) από αυτούς που πρέπει (δηλαδή, οι πύργοι).

Σήμερα, στην Ελλάδα, συμβαίνει να έχουμε το συνταγματικά κατοχυρωμένο πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Με όποιον ατελή τρόπο και αν αυτό λειτουργεί, παραμένει μια μορφή δημοκρατίας, η οποία διαφέρει ριζικά από τη δικτατορία, τη βασιλεία, τη φεουδαρχία κι άλλα αυταρχικά πολιτεύματα, που μαθαίνουμε στο σχολείο. 

Στη κοινοβουλευτική δημοκρατία, οι δημόσιοι λειτουργοί της εξουσίας εκλέγονται από την πλειοψηφία των ψηφοφόρων ή διορίζονται από τους εκλέκτορές της. Δεδομένου ότι και το ίδιο το σύνταγμα θα μπορούσε να αλλάξει, αν συμφωνούσαν τα δύο τρίτα των εκλεκτόρων, είναι εμφανές ότι η φύση της δημόσιας εξουσίας, όπως εφαρμόζεται στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, αποφασίζεται από την πλειοψηφία του λαού.

Ανάλογα, η βία που αυτή η εξουσία χρησιμοποιεί, για να επιβάλλει τις αποφάσεις της έχει τη σιωπηρή ή φωναχτή συγκατάθεση των πολλών, οι οποίοι κρίνουν τις πράξεις των δημόσιων εξουσιαστών τους και αποφασίζουν ανά τετραετία αν θα τους αλλάξουν ή αν θα τους κρατήσουν, και τι λογιών εξουσία επιθυμούν. Μυαλό έχουν και κρίνουν.

Μπορεί οι αποφάσεις της πλειοψηφίας να μη μας αρέσουν και  να θεωρούμε την κρίση των πολλών καθοδηγημένη, ενώ αυτούς τους ίδιους ανόητους, αλλά, αυτοί τελικά αποφασίζουν, άρα αυτοί – οι πολλοί – είναι οι  υπεύθυνοι για τη μορφή της δημόσιας εξουσίας σήμερα και της όποιας βίας αυτή χρησιμοποιεί.

Τώρα προκύπτει το εξής  ερώτημα. Αν η βία της σημερινής εξουσίας μας ενοχλεί, τότε ποιους πρέπει να δείρουμε για αυτό; Αυτούς που την ασκούν ή αυτούς που τους εκλέγουν για να την ασκούν; Αν χτυπήσουμε τους πρώτους, οι άλλοι, απλά, θα τους αντικαταστήσουν. Άρα, πρέπει να στοχεύσουμε στους πολλούς, για να καταφέρουμε συμμετρικό χτύπημα στη βία της εξουσίας. Πώς όμως θα τους αντι-βιάσουμε όλους αυτούς;

Κανονικά, για να είμαστε συμμετρικοί, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα ίδια μέσα βίας που χρησιμοποιεί η εξουσία της πλειοψηφίας, δηλαδή, την αστυνομία και τη φυλακή. Οπότε, πρέπει να τους συλλάβουμε όλους και να τους κλείσουμε μέσα για βλακεία, ας πούμε, αφού οι ανόητες αποφάσεις τους βιάζουν την ύπαρξή μας, με το να εκλέγουν τους εξουσιαστές που εκλέγουν. 

Όπως προκύπτει, λοιπόν, η μόνη αντι-βία στη βία της εξουσίας που στέκει σήμερα, είναι οι μαζικές συλλήψεις. Δεν ξέρω, βέβαια, πόσο πρακτικό θα ήταν κάτι τέτοιο.   Πιθανόν πιο λογικό θα ήταν συνομιλήσουμε με τους πολλούς και να πείσουμε κάποιους από αυτούς για μια άλλη μορφή διακυβέρνησης, που δεν θα βασίζεται στη βία της εξουσίας, ας πούμε. 

Το να πείσεις τον κόσμο υπέρ μιας ελευθεριακής κοινωνίας είναι για κάποιο λόγο τόσο δύσκολο που μοιάζει ακατόρθωτο και σχεδόν ουτοπικό, αλλά τουλάχιστον δεν είναι παρανοϊκό, όπως παρανοϊκά είναι τα τυφλά χτυπήματα ενάντια στους μπάτσους, ακόμη και οι εν ψυχρώ δολοφονίες τους, από κάποιους αντι-βιαστές, που νομίζουν ότι «καθαρίζοντας» δύο τρία «γουρούνια» (μπάτσους ή άλλους) θα αλλάξουν τον κόσμο. 

Δυστυχώς ή ευτυχώς, τη μόνη πρακτική δυνατότητα που έχουμε στην εποχή μας για να αλλάξουμε τον κόσμο είναι η πειθώ. Αυτήν τη δυνατότητα χρησιμοποιούν συστηματικά οι άλλοι εξουσιαστές, οι ιδιωτικο-δημόσιοι, για να πείθουν τους πολλούς, ώστε να ψηφίζουν  υπέρ των δικών τους συμφερόντων. Το καταφέρνουν εύκολα, ελέγχοντας τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας( ΜΜΕ), που είναι το κλειδί της κοινής γνώμης σήμερα, άρα το κλειδί της ισχύουσας δημοκρατίας. 

Τα ΜΜΕ αποτελούν από μόνα τους μια «τέταρτη εξουσία», στην οποία είναι πλέον υπόλογες και οι τρεις  εξουσίες, στις οποίες υποδιαιρείται η δημόσια εξουσία (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική). Τα ΜΜΕ έχουν αναδειχθεί στην εποχή μας στην εξουσία των εξουσιών κι έτσι κρατούν τα σκήπτρα της βίας της κάθε εξουσίας, ακόμη και τα σκήπτρα της ίδιας της αντι-βίας.

Οι αντι-βιαστές, με τα καψίματα, τα σπασίματα και τις δολοφονίες τους, παίζουν πρόθυμα το παιχνίδι των ΜΜΕ, και αυτά το δικό τους. Οι αντι-βιαστές διαφημίζουν δωρεάν τις εκδηλώσεις τους στα ΜΜΕ, ενώ παράλληλα τα τροφοδοτούν με το βίαιο θέαμα που αυτά έχουν ανάγκη για τα πρωτοσέλιδά τους και για τις έκτακτες συνδέσεις τους. Οι δύο μαζί σκορπίζουν τον τρόμο στους πολλούς, κάνοντάς τους ακόμη πιο πειθήνιους στις επιταγές του κατεστημένου. 

Ειδικά τώρα, εν μέσω της οικονομικής κρίσης και της διάλυσης που αυτή απειλεί να φέρει στην κοινωνία, το κατεστημένο φαντάζει στον κόσμο η μόνη ρεαλιστική πολιτική δυνατότητα και μάλιστα σύγχρονη, συγκρινόμενη  με τα παλαιολιθικά συνθήματα της αριστεράς. Ο φόβος της διάλυσης, που συσπειρώνει τους πολλούς γύρω από τους εξουσιαστές τους, επιτείνεται, εντωμεταξύ,  από  τα «αναρχικά έκτροπα» και την αριστερίστικη «τρομοκρατία», που πρόθυμα παρέχουν στα ΜΜΕ οι ματαιόδοξοι αντι-βιαστές, που φτάνουν ακόμη και να σκοτώσουν για να δημοσιευθεί μια μπροσούρα τους. Τόση φαντασία έχουν.

«Η φαντασία στην εξουσία» είναι ένα άλλο παλιό σύνθημα, που λίγοι όμως κατάλαβαν, αφού θέλει φαντασία να το καταλάβεις, ενώ το «βία στη βία της εξουσίας» φαίνεται να μην τη χρειάζεται. Το να χτυπάς τους μπάτσους ενώ θέλεις να χτυπήσεις την εξουσία, δεν θέλει και πολύ φαντασία. Μάλλον σημαίνει την παντελή έλλειψη φαντασίας, που μαζί με άλλες διανοητικές ελλείψεις, μαζί με την αμορφωσιά, την ασχετοσύνη και τα μετεφηβικά αδιέξοδα,  καλλιεργούν το έδαφος για να ξεφυτρώνουν κάθε λίγο και λιγάκι καινούργιοι αντι-βιαστές, όλο και πιο βίαιοι, όλο και πιο απολίτικοι.

Η πολιτική αντι-βία για να είναι πολιτική και συμμετρική,  ώστε να εξουδετερώσει τη βία της εξουσίας, πληρώνοντάς την με το ίδιο νόμισμα, θα πρέπει να τη χτυπήσει εκεί  όπου αυτή εδράζεται σήμερα, δηλαδή στα ΜΜΕ. Προσοχή, αυτό δεν σημαίνει να πυροβολούμε δημοσιογράφους. Όπως είπαμε, θέλει λίγη φαντασία. Θέλει να βρούμε τρόπους διάδοσης εναλλακτικών ΜΜΕ, ώστε να αναπτύξουμε δικούς μας τρόπους επικοινωνίας και διαλόγου με τους πολλούς, για να τους πείσουμε για την εναλλακτική μας πρόταση (αν έχουμε). 

Αντί να σκοτώνουμε, να σπάμε και να καίμε για να μας παίξουν τα κανάλια των εξουσιαστών, θα πρέπει να κάνουμε τα δικά μας κανάλια,  τα δικά μας δίκτυα. Έτσι, θα χτυπήσουμε τα μέσα τους με τα μέσα μας και τη  βία τους με την δική μας πολιτική αντι-βία, αρκεί να είναι πραγματικά αντι-βίαιη και πραγματικά πολιτική, δηλαδή, να προέρχεται από πολιτική σκέψη και να έχει πολιτική πρόταση.

Τότε, ναι, το «βία στη βία της εξουσίας» μπορεί να μας οδηγήσει κάπου. Τότε, ναι, η οργή μας για το καθεστώς μπορεί και να το γκρεμίσει. Τότε, ναι, από τη χρεωκοπία του μεταπολιτευτικού κατεστημένου, υπάρχει περίπτωση να βγούμε κερδισμένοι.

Tuesday, April 5, 2011

Έχετε γεια βρυσούλες ή αποχαιρετισμός στην Ελλάδα



Αφού βγήκαν διάφοροι και είπαν τα δικά τους για την «κρίση» στην Ελλάδα, ήρθε η ώρα να πω κι εγώ τη δική μου εξυπνάδα, για να μην πάει η άμοιρη μητέρα-πατρίδα αδιάβαστη από ένα ακόμη ένδοξο τέκνο της, αφού όλα δείχνουν ότι αυτό ήταν, τα κακάρωσε.

Θα ξεκινήσω το αποχαιρετιστήριο μου σταχυολογώντας κάποιες αναμνήσεις από την εκλιπούσα.

Θυμάμαι, λοιπόν, που, πριν ξενιτευτώ στα Βερολίνα (το 2004), τριγυρνούσα κάποια βράδια στας Αθήνας και έβλεπα όλον αυτόν τον κόσμο να βγαίνει στα «μαγαζά» και να σκάει το 50ευρω για πλάκα (για 3 ποτά και ένα ξηροκάρπι) κι έλεγα μα πού τα βρίσκουν οι κουφάλες;! Δεν ήταν ένα και δύο άτομα – μιλάμε ήταν κόσμος. Εξ ου και η απορία μου. Η φτωχή μου γνώση των οικονομικών που σπούδασα και η πλούσια εμπειρία μου από την πραγματικότητα που ζούσα, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει αυτό το κιμπαριλίκι.

Όταν βασίλευε το ΠΑΣΟΚ, με τον αείμνηστο βασιλιά Ανδρέα, μεσουρανούσε ταυτόχρονα και ένα περιοδικό που έλεγε στον κόσμο τι πρέπει να κάνει για να είναι ιν, και το λέγανε ΚΛΙΚ. Αυτό, λοιπόν, μεταφράζοντας την πολιτική ανηθικότητα του λαϊκίστικου υποβασιλείου, (που υποκρινόταν το σοσιαλιστικό), σε πολιτισμική ανηθικότητα, εισηγήθηκε στα πλήθη την απόλυτη εξαχρείωση σαν στοιχείο μαγκιάς (ή ιν-ιάς) και έγινε μαστ. Περιττό να πω ότι ήταν το πρώτο σε κυκλοφορία, ενώ δεν υπήρχε (και δεν υπάρχει) στην Ελλάδα κανένα σοβαρό περιοδικό ποικίλης ύλης (όπως π.χ. το Σπήγκελ - τι λέμε τώρα) για να ισορροπήσει τα πράγματα.

Όταν πήγαινα στη Βέροια να δω τη μάνα μου, τα καλοκαίρια, βρωμούσε ο τόπος από τις χωματερές που είχαν ανοίξει οι αγρότες για να θάψουν τα ροδάκινά τους και να εισπράξουν επιδοτήσεις της ΕΟΚ. Οι «μαλάκες» της ΕΟΚ δίνανε τα λεφτά σαν αποζημίωση για την αλλαγή της μονοκαλιέργειας του κάμπου, ώστε να μη παράγει μόνο ροδάκινα (που βρωμούσε ο τόπος). Περιττό να πω ότι ακόμη ροδάκινα παράγει, αλλά επιδοτήσεις τέλος – διότι και η μαλακία έχει τα όριά της.

Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα, νομίζω ότι καταλάβατε πού το πάω. Για όσους δεν το κατάλαβαν, ή δεν θέλουν να το καταλάβουν, θα το πω μπακαλίστικα.

Έχουμε, λοιπόν, ένα μπακάλικο και δανειζόμαστε για να το κάνουμε σούπερ μάρκετ (αφού ο διεθνής ανταγωνισμός δεν σηκώνει μπακάλικα) αλλά, εμείς, αντί να επενδύσουμε τα λεφτά στην από-μπακαλοποίηση, κάνουμε εκεί μια βιτρίνα για να ξεγελάσουμε τα κορόιδα (τους δανειστές) και τα υπόλοιπα τα τρώμε. Πολύ ωραία, μαγκιά μας. Έλα, όμως, που κάποια στιγμή δεν μπορείς να κρυφτείς, η βιτρίνα πέφτει κι έρχεται η ώρα να πληρώσεις. Τι γίνεται τότε;

Εδώ αρχίζουν οι αντίλογοι. Θα αναφερθώ σε μερικούς για να καταλάβετε το πνεύμα της κριτικής των πραγμάτων στην Ελλάδα. (Για αυτοκριτική δεν το συζητάμε.)

Ο ένας λέει, μα δεν τα φάγαμε όλοι. Ωραία παιδιά, δεν τα φάγαμε όλοι, και εγώ με τη κοιλιά να βαράει λόρδα έφυγα από την Ελλάδα, ενώ αυτή τραπέζωνε την Ολυμπιάδα. Πόσοι όμως τα φάγαμε, για να καταλάβω. Οι λίγες χιλιάδες της πλουτοκρατίας και της κομματοκρατίας ή οι δεκάδες χιλιάδες ψηφοφόρων της κομματοκρατίας, οι διορισμένοι από το παράθυρο, οι επιδοτούμενοι καλλιεργητές της καφετέριας, οι πολιτιστικοί σύλλογοι των μπουζουξίδικων, και ένα σωρό άλλα υβρίδια της μεταπολίτευσης, ων ουκ έστιν αριθμός;!

Εντάξει, υπήρχαν και τα κορόιδα που έμειναν στην απέξω και ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ γιατί πίστευαν στον σοσιαλισμό. Αυτό πόσο τους απαλλάσσει, δηλαδή; Απαλλαγή χρέους λόγω βλακείας, δεν γίνεται.

Θα μου πεις, υπάρχει και το τρελόχαρτο. Όταν βγαίνεις και βρίζεις τους πολιτικούς που εσύ ψηφίζεις για κυβέρνηση, μπορείς να το πάρεις άνετα. Σίγουρα αυτό σε απαλλάσσει από ένα μέρος του χρέους, αλλά σε κλείνει και στο τρελάδικο.

Εδώ θα διαμαρτυρηθούν οι ψηφοφόροι των μικρών κομμάτων και θα πουν, μα, εμείς δεν ψηφίζαμε τα κόμματα που κυβερνούσαν, γιατί να μην πάρουμε εξαίρεση; Σωστά. Ψηφίζατε το ΚΚΕ για γίνει η Ελλάδα Ρωσία (ενώ, από τη Ρωσία ‘κάναν ουρές για να έρθουν στην Ελλάδα), ψηφίζατε το ΛΑΟΣ για να γίνει η Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών (το οποίο ούτε ο Θεός θα ήθελε - δεν είναι τόσο χαιρέκακος) και ψηφίζατε το ΣΥΡΙΖΑ γιατί η ελπίδα για μια «άλλη αριστερά» πεθαίνει τελευταία, (αλλά, πεθαίνει, όταν η αριστερά παραμένει η γνωστή αριστερά). Οπότε, εξαιρείστε αυτοδικαίως από την πολιτική ευθύνη (λόγω πολιτικής ανευθυνότητας) και σας μένει σκέτο το χρέος, που φόρτωσε ο δικομματισμός στη χώρα, ήτοι το 80% του ελληνικού λαού, που ψήφιζε κατά συρροή τα δύο κυβερνητικά κόμματα όλα αυτά τα χρόνια.

Το περίεργο είναι ότι ενώ οι μικροψηφοφόροι θα έπρεπε να νίψουν τας χείρας τους και να πουν στους άλλους, της κυβερνητικής πλειοψηφίας, δεν γαμιέστε, βγάλτε εσείς το φίδι από την τρύπα… του χρέους, σκίζονται περισσότερο από αυτούς για τα τοκοχρεολύσια και για να μην πληρώσει ο ελληνικός λαός τα σπασμένα, ενώ κανονικά αυτοί δεν τα έσπασαν, αλλά όλοι οι άλλοι, (εκτός, αν τα έσπαγαν κι αυτοί, στα κρυφά).

Το ακόμη πιο περίεργο είναι ότι για τις περικοπές των δημοσίων υπαλλήλων τον Μάιο του 2010 κατέβηκαν στους δρόμους και έκαναν φασαρίες οι άκρο-αριστεροί και οι ακρο-αναρχικοί, (μέχρι που έκαψαν και ανθρώπους στη Μαρφίν) λες και ήταν αυτοί που θα έχαναν το 14. μισθό.

Εδώ η παράνοια στήνει χορό, πιασμένη χέρι – χέρι με την υπεκφυγή, σε ένα γαϊτανάκι μετάθεσης, όπου, εγώ τα σπάω για λογαριασμό σου, εσύ κάνεις το κορόιδο, και για όλα φταίνε οι άλλοι, πάντως όχι εμείς που τα φάγαμε, που ναι μεν δεν είμαστε εμείς, της μειοψηφίας, αφού τα φάγατε εσείς, της πλειοψηφίας, αλλά εμείς διαμαρτυρόμαστε για πάρτι σας, αφού αν δεν ανήκεις στην πλουτοκρατία και είσαι απλά ένας διορισμένος από το παράθυρο εκατοστός πέμπτος υπάλληλος στην καφετέρια του μουσείου της ακρόπολης (ναι, τόσοι «δούλευαν» εκεί) είσαι δικός μας, ανήκεις στην αδικημένη τάξη των μη προνομιούχων, γιατί πολύ απλά είσαι Έλληνας, άρα εκ προοιμίου αδικημένος και μη προνομιούχος.

Έρχεται τώρα ο δεύτερος αντίλογος: Για την κρίση χρέους δεν φταίμε εμείς που τα φάγαμε (όσοι τα φάγαμε) αλλά αυτοί οι αχρείοι οι κερδοσκόποι, που έπαιξαν με το χρέος μας και μας την έπαιξαν άσχημα. Δείτε τι γίνεται και σε άλλες χώρες που κινδυνεύουν, για να καταλάβετε ότι δεν φταίμε εμείς, αλλά αυτοί, φως φανάρι.

Έλληνα, μεταθέτη. Μπορεί ο κόσμος να είναι ένα απέραντο κωλοχανείο, αλλά αυτό δεν σε απαλλάσσει από τις ευθύνες σου. Ίσα ίσα σε καθιστά πιο υπεύθυνο. Διότι αν ξέρεις ότι τα «καυλιά» πέφτουν σύννεφο, προστατεύεις τον κώλο σου. Όταν το έχεις κάνεις μπουρδέλο το μαγαζί, μην απορείς μετά γιατί έρχονται κάποιοι να σε πηδήξουν. Ειδικά, αν είναι αυτοί που σε δάνεισαν για να το κάνεις σούπερ μάρκετ, έστω για να πουλάς τα προϊόντα τους, πάντως όχι για να τα φας στα μπουζούκια. Στο χέρι σου ήταν να τα αξιοποιήσεις έξυπνα και να βάλεις τα δικά σου πράγματα στο ράφι του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Με το Λευτέρη Πανταζή για trade mark τι εξαγωγές να κάνεις;

Και τώρα έρχεται το πιο ωραίο, ως τρίτος αντίλογος: Το μπακάλικο είναι δικό μας και δεν δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν. Ουστ από εδώ τρόικες και μνημόνια, δεν σας έχουμε ανάγκη, δεν δεχόμαστε τους όρους σας, σηκώνουμε μπαϊράκι και το κάνουμε σουλιώτικο.
Σε αυτό το σημείο, το γαϊτανάκι της μετάθεσης κάνει μια ωραία στροφή και το γυρνάει σε χορό του Ζαλόγγου, όπου με ένα ηρωικό «δεν γαμιέστε», το έθνος ρίχνει ένα λεβέντικο πήδο στο γκρεμό.

Λεβέντες και λεβέντισσες, θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι το Σούλι έπεσε, ο Αλή Πασάς πέθανε, οι μεταφορές δεν γίνονται πια με τα μουλάρια και η γη είναι στρογγυλή. Μπορεί να μη σας αρέσει, αλλά έτσι είναι.

Σε αυτήν τη – στρογγυλή, επαναλαμβάνω – γη όλα είναι αλληλένδετα και λειτουργούν μέσα από παγκόσμιες ανταλλαγές. Αυτός είναι ο κόσμος σήμερα, με τα δικά του προβλήματα και τις δικές του ανισορροπίες. Take it or leave it. Πάρτε απόφαση αν θέλετε να ζείτε σε αυτόν ή στην εποχή του Τζαβέλα. Πάντως, και στους δυο μαζί δεν γίνεται. Δεν γίνεται να δανείζεσαι από αυτόν τον κόσμο, για να ζεις σαν αυτόν και ακόμη καλύτερα, και όταν έρχεται η ώρα για το λογαριασμό, να πηδάς στο 1821 και να το γυρνάς στο τσάμικο, πώς να το κάνουμε.

Είναι και κάποιοι Έλληνες ξερόλες, εντωμεταξύ, που με αφορμή τη δική μας κρίση κατεβάζουν ολόκληρες θεωρίες για την παγκόσμια οικονομία και άλλα τέτοια μεγαλόστομα, λες και η παγκόσμια οικονομία περίμενε αυτούς για να της ανοίξουν τα μάτια. Παιδιά, υπάρχουν άτομα για αυτή τη δουλειά και αν χρειαστεί θα σας φωνάξουν. Τώρα, τι θα γίνει με το πάπλωμα;
Για το πάπλωμα, όμως, ουδείς λόγος. Μόνο αντίλογος.

Η αντιλογία είναι το κυρίαρχο αυτή τη στιγμή στις συζητήσεις των Ελλήνων για την κρίση, όπου τα πάντα κουβεντιάζονται – μέσα από το πνεύμα της αντιλογίας, πάντα – εκτός από το δια ταύτα. Τι θα γίνει με το μπουρδέλο, παιδιά; Τσιμουδιά κι άλλα λόγια να αγαπιόμαστε.

Αγαπητοί μου τεθνεώτες συγγενείς, δεν πρόκειται να ακολουθήσω το σκεπτικό των περισσότερων από εσάς, ούτε να σύρω το γαϊτανάκι της μετάθεσης των ευθυνών, που σας αρέσει να χορεύετε. Αν το πάτε πολύ μακριά, μπορεί να φτάσετε και στο προπατορικό αμάρτημα, αλλά η πουτάνα η Εύα δεν είναι εδώ για πληρώσει τον λογαριασμό των άσωτων υιών της.

Για μένα, οποιαδήποτε συζήτηση πρέπει να ξεκινάει από τη δική μας ευθύνη και τι θα κάνουμε εμείς οι ίδιοι πρώτα για να συμμαζέψουμε τα του οίκου μας. Μετά, ας τα βάλουμε με τους διεθνείς νταβατζήδες.

Όχι ότι δεν ισχύουν όλα αυτά, για τους σπεκουλαδόρους των funds, για τις νεοφιλελεύθερες συνταγές του αδιεξόδου, για τις αντιπαραγωγικές ρήτρες του μνημονίου, για τους μιζομένους δοσίλογους του πολιτικο-οικονομικού κατεστημένου, ναι, όλα αυτά ισχύουν και δεν λέω να τα αφήσουμε από έξω.
Λέω από που πρέπει να ξεκινήσουμε, γιατί έχει τεράστια σημασία από που ξεκινάς. Αυτό δείχνει ότι ως λαός έχεις πάρει χαμπάρι την ευθύνη σου για το κωλοχανείο και πρώτος από όλους εσύ ανασκουμπώνεις τα μανίκια και αρχίζεις το νοικοκύρεμα, χωρίς να σε αναγκάζουν οι άλλοι. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι θα έπρεπε να τους ξεπερνάς σε πρωτοβουλίες ριζικής μεταρρύθμισης, αντί να τρέχεις πίσω από τις οδηγίες τους.

Ναι, δεν είναι εύκολο να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου και να αντιμετωπίζεις κατάματα το πρόβλημά σου, ειδικά αν είναι τόσο σοβαρό που να έχει υποθηκεύσει τη χώρα για τα επόμενα δεν ξέρω πόσα χρόνια. Όμως, δεν είναι λύση να το αγνοείς, να κάνεις πως δεν το βλέπεις και να κρύβεις το κεφάλι σου στην άμμο. Αυτό το κάνει η στρουθοκάμηλος, γιατί έτσι μοιάζει σαν θάμνος και ξεγελάει τους διώκτες της. Όταν το κάνεις όμως εσύ, απλά τουρλώνεις τον κώλο σου και τότε ξέρεις τι σε περιμένει.

Θα μου πεις, φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Η φωνή όσων μιλάνε για ευθύνη, δεν ακούγεται. Ακούγεται αυτών που χαϊδεύουν τα αυτιά του κοσμάκη.

Δεν είναι κάτι καινούργιο. Ο άνθρωπος κάνει τα πάντα για να μην αλλάξει, μέχρι να αλλάξει με το ζόρι, όταν πια δεν μπορεί να τη γλυτώσει. Τότε, όμως, είναι αργά.

Αυτό βλέπω να συμβαίνει και τώρα. Οι υπεύθυνες φωνές χάνουν το παιχνίδι και το κερδίζουν οι σειρήνες του λαϊκισμού, που σέρνουν ταρατατζούμ το έθνος στο χορό του Ζαλόγγου.

Έχετε γεια βρυσούλες.

Εγώ αυτό που είχα να πω το είπα και αμαρτίαν (ουκ) έχω.

Saturday, March 12, 2011

για τη μόδα που επικρατεί στο σινεμά τέχνης και όχι μόνο

Επειδή συχνά νιώθω μόνος στις διαπιστώσεις μου για τον χώρο του κινηματογράφου, χαίρομαι όταν ακούω κάποιον να τις μοιράζεται, από έναν άλλο χώρο, παραπλήσιο, όπως του θεάτρου.

Ακολουθούν αποσπάσματα από την οµιλία του Λετονού σκηνοθέτη Αλβις Χερµάνις στο 24ο συνέδριο της ∆ιεθνούς Ένωσης Κριτικών Θεάτρου στη Σόφια, το 2008, όπως τα αναδημοσίευσε ο Σαρηγιάννης στα Νέα:

«Ενας από τους λόγους που δέχτηκα να µιλήσω στο αποψινό κοινό ήταν η πεποίθησή µου ότι οι κριτικοί είναι εν πολλοίς υπεύθυνοι για την καλλιέργεια της επιθετικότητας στο θέατρο. Αυτό συµβαίνει επειδή πολλοί σκηνοθέτες δεν έχουν την απαιτούµενη ανεξαρτησία άποψης και το µόνο που κάνουν είναι να ακολουθούν τον συρµό. Και ο συρµός δηµιουργείται από τους κριτικούς των παραστάσεων. Κι εσείς είστε αυτοί που επινοήσατε την εξίσωση “σκανδαλώδης σκηνοθεσία” ίσον “επιτυχηµένος σκηνοθέτης”. Πώς αλλιώς µπορεί να κερδίσει κανείς την εύνοιά σας; Πώς να προκαλέσει την προσοχή σας αυτός ο δύστυχος ο σκηνοθέτης;

Αναµφισβήτητα, το δυσκολότερο πράγµα είναι να κάνεις θέατρο µε θετικό µήνυµα. Οι γερµανοί κριτικοί το αποκαλούν υποτιµητικά “θέατρο αναψυχής”. Και το δυσκολότερο εγχείρηµα είναι να κάνεις µια παράσταση σχετικά µε υγιείς, αρµονικούς και ευτυχισµένους ανθρώπους. Τεχνικά, είναι ένα εγχείρηµα που απαιτεί τον ύψιστο βαθµό επιδεξιότητας».

Προσυπογράφω και προσθέτω ότι, εκτός από τους κριτικούς, τις μόδες (συρμούς) τις δημιουργούν όλοι αυτοί που συμμετέχουν σε διάφορες επιτροπές (προκριματικές σε φεστιβάλ, κριτικές, χρηματοδοτικές, κλπ.) που επιλέγουν με παρόμοια κριτήρια, έτσι που φτάνει να βλέπεις ολόκληρη Μπερλινάλε μέσα στη δηθενιά, στην αρνητική κριτική και στο "πειραγμένο", όπου οτιδήποτε "πειραγμένο" είναι και καλλιτεχνικό, ενώ οτιδήποτε απλό και ανθρώπινο είναι αδιάφορο.

Thursday, February 10, 2011

το πρόβλημα βρίσκεται στο πολύ


Το πρόβλημα βρίσκεται στη διάθεση του πλεονάσματός μας. Τι θα κάνουμε όλη αυτή την ενέργεια που υπάρχει μέσα μας και θέλει να βγει προς τα έξω, να μεταφραστεί σε έργο, να πραγματοποιηθεί και να πραγματοποιήσει, να εκφραστεί και να «μεγαλουργήσει».

Αντί να εστιάσουμε την προσοχή μας σε αυτό το πρόβλημα, το πρόβλημα της μεγιστο-ποίησης, μέσω της διάθεσης του πλεονάσματος μας, συνεχίζουμε να θέτουμε σαν κέντρο της προβληματικής μας το ελάχιστο και την εξασφάλισή του.

Αυτό συνεπάγεται μια ατελείωτη γκρίνια, η οποία προκύπτει από την αμυντική, παθητική και τελικά αρνητική στάση απέναντι στο γίγνεσθαι, το οποίο μας ωθεί μπροστά – στο μέγιστο – ενώ εμείς κοιτάμε πίσω – στο ελάχιστο. Σαν να έχουμε ξεμείνει σε άλλες εποχές, που οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα – το ελάχιστο που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να ζήσει, (το οποίο, όμως, όταν δεν το έχει, είναι για αυτόν το μέγιστο - μόνο που για εμάς πια δεν είναι).

Πρόκειται για μια μεγάλη καθυστέρηση της αντίληψης αυτού που συμβαίνει τώρα, λόγω της παγίδευσης της σκέψης σε παρελθόντα και ξεπερασμένα αντιληπτικά σχήματα. Έτσι, αυτό που θεωρείται πρωτοπορία (ή θεωρούταν) – όπως, η αριστερή πολιτική σκέψη, οι διάφορες κοινωνιολογικές και ψυχαναλυτικές σχολές ή οι «ρηξικέλευθες» καλλιτεχνικές προτάσεις-, συνεχίζουν να ποντάρουν με αξιοσημείωτο μαζοχισμό στο κλάμα και στον οδυρμό, στην καταστροφή και στη διάλυση (ή αποδόμηση).

Οι αποκαλούμενες "πρωτοπορίες" κάνουν σημαία ό,τι προβληματικό υπάρχει, (όπως υπάρχει ακόμη και πείνα, σε μερικά μέρη), καθηλώνοντάς μας στο πρόβλημα, αντί να μας ωθούν στη λύση. Ένα ξεφύλλισμα του καταλόγου των ταινιών, για παράδειγμα, της Μπερλινάλε, αρκεί να καταλάβεις ότι η προκρινόμενη θεματική είναι αυτή που σπεκουλάρει πάνω σε σε ό,τι πιο "μαύρο" υπάρχει.

Όχι ότι πρέπει να αγνοούμε τις ανάγκες του ελάχιστου και τα δράματά του, αλλά δεν μπορεί αυτό να αποτελεί στόχο μας και να απορροφά όλη μας την προσοχή, πέρα από αυτή που χρειάζεται για την πρόνοια και τη φροντίδα του.

Στόχος σημαίνει κατεύθυνση και εστίαση. Δεν γίνεται να εστιάζουμε στο λίγο, διότι έτσι μας διαφεύγει το πολύ. Βάζοντας ως στόχο την πείνα, ας πούμε, ή τις διάφορες ταλαιπωρημένες μειονότητες, μας διαφεύγει η κρισιμότητα της κατάστασης του περισσότερου κόσμου, που ασφυκτιεί από τη στενότητα των μέσων διάθεσης του πλεονάσμάτός του, ενώ αυτό μέσα του πλημμυρίζει.

Τα ψυχολογικά προβλήματα - που προκύπτουν από αυτήν την αναντιστοιχία του μέσα και του έξω - και ακυρώνουν ζωές, είναι η "νέα πείνα" που φωνάζει, αλλά εμείς δεν της δίνουμε προσοχή, αποκρύβοντάς την πίσω από πόρτες ψυχολόγων, ξαπλώνοντας τη σε καναπέδες ψυχαναλυτών, στέλνοντας τη σε θεραπευτικά κέντρα ή άσραμ της Ινδίας και στο τέλος, όταν τίποτε από αυτά δεν βοηθάει, την αποστομώνουμε με ψυχοτρόπα φάρμακα και «ουσίες».

Η βουβή οδύνη του ατόμου σήμερα (και πάντα) προέρχεται από την ανάγκη του για χαρά και όχι από την έφεσή του στον πόνο. Η σπέκουλα πάνω στον πόνο και στη μιζέρια μπορεί να χειροκροτείται από καλλιτεχνικές επιτροπές, κλειστές συνεδριάσεις και περιθωριακά κινήματα, αλλά αφήνει τον κόσμο αδιάφορο και μόνο, έρμαιο του «φτηνού» θετικισμού του αμερικάνικου καπιταλισμού και των συνταγογραφημένων χάπυ εντ του Χόλιγουντ.

Αν θέλουμε να ανταποκριθούμε στις ανάγκες του κόσμου μας και του εαυτού μας - ως αναπόσπαστο μέρος του κόσμου που ζούμε - χρειάζεται επειγόντως μια «αλλαγή γωνίας» στον τρόπο θέασης των πραγμάτων, και αντί να κοιτάμε προς τα πίσω (στο ελάχιστο, στο κατώτερο, στο αρνητικό), να κοιτάμε προς τα μπροστά, (στο μέγιστο, στο ανώτερο, στο θετικό), ψάχνοντας τον τρόπο που το πλεόνασμα ενέργειας που διαθέτουμε να μπορέσει να γίνει έργο.