Tuesday, September 6, 2011

Η κοινοτυπία της πρωτοτυπίας και η ξεπερασμένη πρωτοπορία.


Διαβάζω για τις ταινίες του Φεστιβάλ της Βενετίας και τη «Σφαγή» του Πολάνσκι, (η φωτο είναι του Κιούμπρικ), όπου δύο νεοϋρκέζικα ζευγάρια, λέει, συναντιούνται για να συζητήσουν πολιτισμένα το τσακωμό των παιδιών τους και τελικά «σφάζονται» (μεταφορικά), αποκαλύπτοντας την άγρια φύση του ανθρώπου και τέτοια  πολύ «πρωτότυπα».

Ανάλογα «πρωτότυπες» είναι πολλές από τις ταινίες που παίζονται, όχι μόνο στη Βενετία, αλλά σε όλα τα καθωσπρέπει φεστιβάλ, που θεωρούν χρέος τους να προβάλλουν όλα τα καλλιτεχνικά «σφαχτά» που τους δίνουν τη σφραγίδα της ποιότητας.

Από ό,τι βλέπω, στους άλλους χώρους της τέχνης επικρατεί το ίδιο σκηνικό του σφαγείου, έτσι που είναι να απορείς.  Ως πότε, δηλαδή, η σύγχρονη τέχνη και διανόηση θα αρέσκεται να ξεκοιλιάζει την καθημερινότητα και να μας πουλάει τα σφάγιά της;

Το έχουμε δει τόσες φορές το έργο που δεν μπορεί να μας ξεγελάσει για καινούργιο επειδή ο κάθε νέος εκδορέας- καλλιτέχνης ξεπετσιάζει όλο και πιο πολύ το θύμα του, για να πουλήσει πρωτοτυπία. (Αυτό δεν αφορά, βέβαια, τον Πολάνσκι - παλιά πουτάνα –, αλλά τα νέα φιντάνια.)

Οι περισσότεροι κριτικοί, άσχετοι με την ουσία της τέχνης και σχετικοί μόνο με τα επουσιώδη,  χειροκροτούν την τόλμη αυτής της ξεπερασμένης πρωτοπορίας, που το μόνο που έχει να προσφέρει στον άνθρωπο είναι μια όλο και πιο βαθιά απογοήτευση.  Απογοήτευση τόσο για τα έργα της, όσο και για αυτό που αναπαριστούν: έναν κόσμο σκουληκιασμένο, τον οποίο αυτοί, οι καλλιτέχνες - ως καλύτεροι προφανώς –, ανατέμνουν και αποδομούν, για να μας δείξουν τα σκουλήκια του. Το ό,τι το σκουλήκι μπορεί να γίνει και πεταλούδα, ουδείς λόγος βέβαια. Μιλάμε για κακεντρέχεια.

Η σύγχρονη τέχνη θα μπορούσε άνετα να θεωρηθεί η εκδίκηση του μοναχικού και προβληματικού μαθητή, ο οποίος στο σχολείο δεν «μετρούσε" ερωτικά, και βρίσκει την ευκαιρία αργότερα, μέσω της τέχνης, να εκδικηθεί την κουφάλα-κοινωνία, να αναδειχθεί τιμητής της, και τιμώμενος με βραβεία (από τους επίσης κομπλεξικούς κριτές του), να  «πηδήξει» μεγάλος, ό,τι δεν «πήδηξε» μικρός.

Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό.  Πολλοί φερέλπιδες πηδηχταράδες (και πηδηχταρούδες), μια χαρά καλογαμημένοι, μπαίνουν στην τέχνη με άγριες ξεπετσιαστικές προθέσεις. Όσοι βλέπουν τις μικρού μήκους που βγαίνουν κάθε χρόνο, εκπλήσσονται από τα «άνθη του κακού» που φέρουν αυτά τα «μπουμπούκια» στον κόσμο ως νέες καλλιτεχνικές προτάσεις.

Μα, δεν τους είπε κανείς ότι ο Μπωντλαίρ έγραψε για τα αυτά «άνθη» πριν 150 χρόνια κι αν δεν έχουν κάτι καλύτερο να πουν, να σωπάσουν ή τουλάχιστον να μην υστεριάζουν; Αυτό μαθαίνουν στις σχολές που πάνε; Αυτό μαθαίνουν από τις ταινίες που κυκλοφορούν; Αυτό διαβάζουν στα περιοδικά; Αυτό καταλαβαίνουν ότι έχει πέραση;  Μπορεί.

Μπορεί όμως να συμβαίνει και κάτι άλλο. Μπορεί από την εποχή του Μπωντλαίρ, του Φρόυντ, του Μαρξ και όλων των μεγάλων «ανατόμων» του δυτικού πολιτισμού, που έσκασαν κάπου μεταξύ 18-20 αιώνα, να έχει κολλήσει η βελόνα στον ίδιο σκοπό, και να εξακολουθεί να θεωρείται πρωτοπορία η ανατομική, αποδομητική, αναλυτική, καταγγελτική και υπονομευτική στάση προς την κοινωνία.

Δεν λέω, καλά έκαναν οι άνθρωποι τότε και μας έδειξαν τα σκοτεινά δωμάτια πίσω από τις φτιασιδομένες βιτρίνες μας. Αλλά αφού εντωμεταξύ τα είδαμε όλα (μέχρι και σκατά επί σκηνής), μπορεί κάποιος να μου πει τι καινούργιο έχουν να προσφέρουν όσοι συνεχίζουν το ίδιο βιολί;

Μήπως έχουμε παγιδευτεί στο αίτημα της πρωτοπορίας; Μήπως πρέπει να εστιάσουμε πλέον αλλού; Μήπως ήρθε επιτέλους η ώρα για μια ουσιαστική αλλαγή προθέσεων, όπου από τα «ανα» (της ανά-λυσης), «κατα» (της κατ-αγγελίας), «υπο» (της υπο-νόμευσης), να περάσουμε στα «υπερ» (της υπέρ-βασης), «συν» (της σύν-θεσης), «εν» (της εν-θάρρυνσης) και άλλα τέτοια θετικά, που θα δώσουν όραμα και ελπίδα για ένα νέο κόσμο, αφού χορτάσαμε απελπισία για τον παλιό;