Tuesday, April 17, 2012

Ο «παρτακισμός» και η ουσία του οικονομικού προβλήματος.


 Παρακολουθώντας τα τελευταία χρόνια όλον αυτόν τον ορυμαγδό της οικονομο-καταστροφο-λογίας, που ξεκίνησε από τα «σαπάκια» της αμερικάνικων funds και κορυφώθηκε με τη σαπίλα του ελληνικού κράτους, μου ήρθε η σκέψη ότι η βαθύτερη αιτία  του οικονομικού προβλήματος παγκοσμίως βρίσκεται στο ότι τα περισσότερα άτομα, ως δρώσες οικονομικές μονάδες, θέτουν σαν προτεραιότητα το να πάρουν και όχι να δώσουν.

Συνυπολογίζοντας τα δεδομένα κόστους και κέρδους των ενεργειών τους, εκατομμύρια άνθρωποι ξυπνούν κάθε μέρα και ξαμολιούνται στον κόσμο για να κερδίσουν. Να κερδίσουν από το ψωμί τους έως ολόκληρες περιουσίες. Να κερδίσουν με το μικρότερο, πάντα, δυνατό κόστος. Η σκέψη που τα κατευθύνει δεν είναι τι έχουν να προσφέρουν στον κόσμο, αλλά τι μπορούν να πάρουν από αυτόν.

Ένας κόσμος όπου οι περισσότεροι θέλουν να πάρουν, παρά να δώσουν, οδηγείται μαθηματικά σε αδιέξοδο.

Τι συμβαίνει και τόσοι άνθρωποι προκρίνουν το «παίρνειν» από το «δίνειν».

Σίγουρα, ως ένα βαθμό, το να πάρεις είναι αναγκαία προϋπόθεση για να δώσεις. Αυτό συμβαίνει μέχρι του σημείου που η λήψη γενικώς (τροφής, γνώσης, ενέργειας, κλπ.) είναι απαραίτητη για να υπάρξει το αναγκαίο ενεργειακό πλεόνασμα που απαιτεί η πράξη της προσφοράς. Από εκεί και πέρα, το πλεόνασμα που διαθέτει ένας υγιής, ενήλικος, χορτασμένος άνθρωπος θα έπρεπε, κανονικά, να προσφερθεί στον κόσμο (από όπου άλλωστε το πήρε) και να γίνει έργο. Εδώ, λοιπόν, κάπου σκαλώνει το πράμα. 

Το σκάλωμα δεν βρίσκεται ακριβώς στην απουσία προσφοράς και στην έλλειψη έργου. Οι άνθρωποι προσφέρουν και παράγουν, διότι αλλιώς δεν θα είχαν τίποτε λαμβάνειν. Για να πάρεις πρέπει να δώσεις. Αυτό το ξέρουμε όλοι. Το σκάλωμα βρίσκεται στο ότι προϋπολογίζουμε τι έχουμε να πάρουμε και βάσει αυτού εκτιμούμε τι πρέπει να δώσουμε. Αναστέλλουμε, δηλαδή, τη φυσική κίνηση διάθεσης του ενεργειακού πλεονάσματος, προαπαιτώντας την ανταμοιβή της από τον άλλον.

Εφόσον και ο άλλος συμπεριφέρεται ανάλογα, τότε ούτε αυτός θέλει να μας δώσει, βέβαια, αλλά να πάρει από εμάς.  Έτσι αρχίζει ένα «παζάρι» μεταξύ μας προς τα κάτω, για το ποιος θα δώσει τα λιγότερα και θα πάρει τα περισσότερα. Αυτό προοπτικά οδηγεί σε μειωμένη παραγωγή συνολικού έργου, λόγω χαμηλής προσφοράς ενέργειας από όλους.

Την ίδια στιγμή, που εξ αιτίας αυτής της συμπεριφοράς δεν έχουμε αρκετό παραγόμενο πλούτο, έχουμε αρκετούς πλούσιους: αυτούς που κέρδισαν στο «παζάρι», είτε με την πονηριά τους (εκμεταλλευόμενοι ευκαιρίες = πιάνοντας κορόιδα) είτε με τη βία (έχοντας τα μέσα εξαναγκασμού των άλλων). Παράλληλα, έχουμε πολλαπλάσιους φτωχούς: αυτούς που έχασαν (ή «γεννήθηκαν χαμένοι») για να υπάρξουν οι λίγοι κερδισμένοι.

Σε συνθήκες «παρτακισμού», η ύπαρξη μιας λαοθάλασσας φτωχών είναι απαραίτητη για τις νησίδες πλούτου που ξεπροβάλλουν εδώ κι εκεί στην επιφάνεια μιας παγκόσμιας οικονομίας χαμηλής στάθμης.

Αποδεχόμενοι αυτές τις συνθήκες, οι οικονομολόγοι προτείνουν διάφορα μέτρα διαχείρισης του προβλήματος, χωρίς βέβαια να το λύνουν. Στη καλύτερη των περιπτώσεων εισηγούνται κανόνες καλής συμπεριφοράς που οι συναλλασσόμενοι πρέπει να ακολουθούν για να μη διαρραγεί ο ιστός της οικονομίας από παράλογες απαιτήσεις και ανυπόστατες πρακτικές (όπως έκαναν οι Έλληνες με το «αεριτζίδικο» κράτος τους).

Οι κανόνες λειτουργούν ως ένα βαθμό σε λαούς που έχουν αντιληφθεί την αναγκαιότητά τους, είτε λόγω κλιματικών συνθηκών (όπως κάποιοι Βόρειοι) είτε λόγω ιστορικής εμπειρίας (όπως κάποιοι Ευρωπαίοι). Η «κανονικότητα» που παρατηρούμε στα ευνομούμενα βόρεια κράτη, θα μπορούσε να είναι μοντέλο συμπεριφοράς και για τα υπόλοιπα, αν δεν υστερούσε στο θέμα της προσφοράς. Οι πολίτες αυτών των κρατών εκπαιδεύονται στον αυτοπεριορισμό και στην αυτάρκεια, όχι στην προσφορά και στη γενναιοδωρία. Εξ ου και η παροιμιώδης τσιγκουνιά τους. Αυτές οι κοινωνίες μοιάζουν «ψυχρές» και δεν αποκλείεται να φέρονται σκληρά σε άλλες, εκτονώνοντας την καταπιεσμένη αρπακτικότητά τους στο εξωτερικό, όταν τους βολεύει. Έκτροπα, βέβαια, δεν αποκλείεται να συμβαίνουν και στο εσωτερικό τους. Γι’ αυτό δεν στερούνται σκανδάλων ούτε κι αυτές, έστω κι αν δεν είναι μαζικού χαρακτήρα, όπως σε κάποιους νότιους γείτονές τους.

Η γεωμορφία του «παρτακισμού»  μπορεί μεν να ποικίλει, αλλά αυτός δεν παύει να αποτελεί την κυρίαρχη οικονομική πρακτική σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης, με τη «δοτικότητα» να αποτελεί τη φωτεινή εξαίρεση. 

Εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν, δεν είναι, όμως, αυτές που διαμορφώνουν το οικονομικό περιβάλλον, αφού αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις και δεν καταφέρνουν να αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού. Κάθε ένας που μεγαλώνει σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν αργεί να αντιληφθεί αυτούς τους κανόνες και να συμπεριφερθεί ανάλογα, για να μη βγει χαμένος. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το περιβάλλον, μέσα από αυτήν την πρακτική, αποδεικνύεται ασύμφορο. Πολύ περισσότερο όταν ο «παρτακισμός» των ανθρώπων επιτίθεται στη φύση, εξαντλώντας τους φυσικούς της πόρους.

Φαίνεται σαν να διατηρούμε μια συμπεριφορά παλαιών εποχών, όπου ο άνθρωπος πάλευε για την επιβίωσή του εναντίον άλλων ανθρώπων και ανεξέλεγκτων στοιχείων της φύσης, που τον απειλούσαν. Από τη στιγμή, όμως, που κατάφερε να σταθεροποιήσει σχετικά τις συνθήκες της επιβίωσής του, αυτή η επιβιωτική του αγωνία επιβουλεύεται την ίδια του την ύπαρξη.

Τα υπαρκτικά αιτήματα που θέτει η νέα εποχή δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με παλιά εργαλεία, που δεν εκλαμβάνουν το άτομο στην ολότητά του (ως πρόσωπο) και δεν δίνουν διέξοδο στην έφεσή του να προσφέρει για να ολοκληρωθεί ενταγμένο μέσα στον κόσμο, αντί να κονταροχτυπιέται διαχωρισμένο από αυτόν.

Το αίσθημα διαχωρισμού οξύνει την επιθετικότητα των ατόμων, προκαλώντας μια  ατμόσφαιρα πολεμική, με νικητές και ηττημένους, και τελικό θύμα την ίδια την οικονομία, ως παράγοντα συνολικού πλούτου (και όχι πλουτισμού μερικών).

Οι θεωρητικοί εκπρόσωποι των νικητών επιχειρηματολογούν υπέρ του ανταγωνισμού (ή του καπιταλισμού) και των χαμένων υπέρ της ισότητας (ή του σοσιαλισμού), όμως και οι δύο εξετάζουν το θέμα από την άποψη του «λαμβάνειν».

Η μόνη διαφαινόμενη λύση είναι η αλλαγή άποψης, με τη «δοτικότητα» να παίρνει πια το προβάδισμα και να αλλάζει ριζικά το οικονομικό περιβάλλον. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να υπάρξει εμπιστοσύνη στην ίδια μας την ανθρώπινη φύση.

Κάτι τέτοιο μπορεί να φαίνεται μια ακόμη ουτοπική αερολογία, γεμάτη αόριστες επικλήσεις σε ιδεατές δυνάμεις που δεν υπάρχουν ανάμεσά μας. Μπορεί, από την άλλη, να είναι το μόνο σχέδιο που δίνει προοπτική για μια κοινωνικοπολιτική δράση αλλαγών τέτοιας κλίμακας, την οποία οι υφιστάμενες «ιδεολογίες» δεν μπορούν πια να εμπνεύσουν.

Η γενίκευση της δοτικότητας, σαν ρυθμιστικής αρχής του οικονομικού συστήματος, προϋποθέτει την προσωπική προσφορά των ίδιων των ατόμων, αλλιώς είναι αστήριχτη. Η βάση είναι πάντα το πρόσωπο: αυτό πρέπει να κάνει ένα βήμα μπροστά, σε μια γενναιόδωρη χειρονομία προς τον άλλο, αναλαμβάνοντας το ρίσκο της μη ανταπόδοσης από αυτόν.

Ακόμη κι αν πρέπει να έχουμε εξετάσει σε ποιόν προσφέρουμε τι  - για να μη προσφέρουμε άστοχα και αστόχαστα -, η κίνηση της προσφοράς εμπεριέχει πάντα ένα ρίσκο, αφού δεν προαπαιτεί την ανταμοιβή, αλλά την αφήνει στη διακριτική ευχέρεια του άλλου.

Εδώ ακριβώς είναι που υπεισέρχεται ο παράγων της πίστης
Πιστεύω ότι ο άλλος έχει ανάλογη διάθεση προσφοράς με εμένα και θα ανταποκριθεί θετικά στη δική μου δοτικότητα. Δεν είμαι, βέβαια, σίγουρος για αυτόν, αλλά ούτε κι αυτός για μένα. Κάποιος, πάντως, πρέπει να κάνει το πρώτο βήμα.

Όπως και νάχει, δεν θα μάθουμε ποτέ αν είναι εφικτός ο κόσμος που θέλουμε να ζήσουμε, εφόσον δεν τον προσπαθήσουμε.


Friday, April 6, 2012

ΚΑΤΙ ΥΠΕΡΟΧΟ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ


Αυτό που συμβαίνει με το θέατρο σήμερα στην Ελλάδα δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά με όρους «υπεροχής». Σε μια χώρα που δείχνει να μην έχει τίποτε να δώσει, κάποιοι δίνουν πέραν του «έχειν» τους και παράγουν κάτι υπέρ-οχο. Αυτή η «υπέρ του έχειν» (πάνω από το έχω) προσφορά των ανθρώπων του θεάτρου, κυρίως ηθοποιών, έχει φέρει τέτοιο πλούτο στις θεατρικές σκηνές που εντυπωσιάζει.
Μιλάμε για καταπληκτικές παραστάσεις από διάφορα σχήματα, όχι απαραίτητα τα γνωστά και όχι πάντα τα προβεβλημένα. Εντάξει, υπάρχουν και πολλές «μάπες», αλλά αυτές πάντα υπήρχαν. Το εντυπωσιακό είναι ο αριθμός και η ποιότητα των καλών έως και εξαιρετικών παραστάσεων.
Το ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι αρκετές από αυτές πραγματοποιούνται σε κενό οικονομίας, δηλαδή χωρίς τα απαραίτητα χρήματα, είτε από κάποια χρηματοδότηση (κρατική ή θεατρικο-επιχειρηματική), είτε από το ταμείο - αφού τα εισιτήρια αδυνατούν να καλύψουν πάντα το κόστος τους, παρόλο που το κοινό τους έχει κι αυτό αυξηθεί εντυπωσιακά.
Το κοινό του καλού θεάτρου, που παλιά αποτελούνταν από κυρίες και διαβασμένους, έχει εμπλουτισθεί πλέον από νέα κοινωνικά στρώματα και έχει ανανεωθεί με μια ισχυρή δόση νεολαίας, που δεν συνωστίζεται πια στις «πόρτες» των κλαμπ, έχοντας γυρίσει την πλάτη στον κόσμο του Κωστόπουλου και του lifestyle που «πέθανε τη χώρα», για να μυηθεί σε αυτόν του Μαρμαρινού και του «Πεθαίνω σαν χώρα», (εξ ου και η φωτογραφία).
Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι λεφτάδες που καθόταν πρώτο τραπέζι πίστα στα κλαμπομπούζουκα, δεν έκαναν ανάλογη στροφή, για να «σπονσοράρουν» αυτές τις παραστάσεις τώρα και να εισπράξουν τιμητική αναγνώριση ανάλογη και πιο σημαντική της πρωτο-τραπέζιας που είχαν. 
(Η πλουτοκρατική τάξη στην Ελλάδα αποδείχθηκε, ακόμη μια φορά, καθυστερημένη και κλεπτοκρατική, αφού το μόνο που την ένοιαξε, όταν έσκασε η φούσκα, ήταν να βγάλει τα υφαρπαγμένα λεφτουδάκια της στην Ελβετία, από τη στιγμή που δεν μπορούσε να τα επιδεικνύει στο Λε Πα.)
Αγνοώντας την εθνική μιζέρια και την ιδιωτική τσιγκουνιά, τα παιδιά του θεάτρου τα δίνουν όλα, δίνουν περισσότερα και από αυτά που έχουν, για να παράγουν έναν ανεκτίμητο πλούτο εν μέσω μιας απέραντης φτώχειας. Πρόκειται για μια πράξη αυθυπέρβασης, όπως ακριβώς απαιτεί κάθε ποιητική πράξη, που μας ωθεί πέρα από τα ποσοτικά μας δεδομένα στα ποιοτικά μας ζητούμενα. 
Πρόκειται για μια κίνηση υπεροχής, που μας παρακινεί να ξεπεράσουμε αυτά που έχουμε (να υπερ-έχουμε), για να προσεγγίσουμε αυτό που είμαστε.
Μπορεί το «έχειν» μας να γίνεται όλο και πιο λίγο, με την οικονομική ύφεση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει και εμείς να λιγοστέψουμε αναγκαστικά, υποτασσόμενοι στο ζυγό της ανάγκης. Η θεατρική πλουτοπαραγωγή μάς δείχνει ότι, σε τέτοιους ειδικά καιρούς, το αδύνατο είναι το μόνο εφικτό.