Sunday, August 26, 2012

ώρα για απλο-ποίηση της πολιτικής


Η ανθρωπότητα έχει φτάσει σε ένα σημείο που πρέπει πια να αποφασίσει πώς θα συνεχίσει. Οι πολιτικές ιδέες που καθόρισαν την πορεία της ως εδώ, αδυνατούν να ανταποκριθούν στα νέα παγκόσμια δεδομένα, πόσο μάλλον να τα ξεπεράσουν και να ηγηθούν.

Οι νέες θεωρητικές εκδοχές των κύριων πολιτικών σχολών (του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού),  ο νεο-φιλελευθερισμός και ο οικο-σοσιαλισμός, οι οποίοι προτάθηκαν μετά το ελευθεριακό διάλειμμα της δεκαετίας του 70, δεν έχουν καταφέρει να συγκροτήσουν ένα πειστικό όραμα, το οποίο να οδηγήσει στα πλειοψηφικά ρεύματα που απαιτεί η διαμόρφωση μιας νέας παγκόσμιας συλλογικότητας. Ο μεν νεο-φιλελευθερισμός επειδή δεν έχει όραμα. Ο δε οικο-σοσιαλισμός επειδή δεν είναι πειστικός. 
(Χρησιμοποιώ τον όρο «οικο-σοσιαλισμός» διότι τα οικολογικά κόμματα, πέρα από την έμφασή τους στο περιβάλλον, ακολουθούν, κατά τα άλλα, «αριστερή» πολιτική ή σοσιαλίζουσα, ενώ, και τα σοσιαλιστικά κόμματα υιοθέτησαν σε μεγάλο βαθμό τα οικολογικά αιτήματα).

Ο νεο-φιλελευθερίστικος εκθειασμός της «ελεύθερης αγοράς» (όντας, στην πραγματικότητα, μετεξέλιξη της πρωτόγονης θεωρίας της επικράτησης του ισχυρού) αποτελεί όραμα μόνον όσων μπορούν να κυριαρχήσουν σε αυτήν και δύσκολο να εμπνεύσει μια νέα συλλογικότητα.

Ο οικο-σοσιαλιστικός οραματισμός της αρμονικής συνύπαρξης ανθρώπων και φύσης (όντας μετεξέλιξη της χριστιανικής παρακαταθήκης «αγαπάτε αλλήλους») αγνοεί την πραγματικότητα του ατομισμού κι έτσι η αδελφική ουτοπία του διαψεύδεται στην πράξη από την εξελικτική δυναμική της ατομικής διαφοροποίησης.

Αμφότεροι πάσχουν κατά βάθος από την παθογένεια των μητρικών τους σχολών, ο μεν  του "αγοραίου" φιλελευθερισμού, που προκρίνει τον ανεξέλεγκτο ανταγωνισμό (οδηγώντας έτσι στην απανθρωπιά), ο δε του "κομματοκρατούμενου" σοσιαλισμού, που προκρίνει τον κεντρικό έλεγχο (οδηγώντας έτσι στην καταπίεση).

Η προσπάθεια εξισορρόπησης της «δεξιάς» και «αριστεράς» μονομέρειας των προαναφερθέντων σχολών, με τη σοσιαλδημοκρατική πρόταση, δεν απέδωσε παρά μόνο στα βορειοευρωπαϊκά κράτη, όπου ειδικές συνθήκες την ευνόησαν. Η εύνοια, όμως, αυτή κρατήθηκε ζηλότυπα εντός αυτών των χωρών, με τις κρατικές πολιτικές τους να είναι είτε ανταγωνιστικές προς άλλες χώρες, είτε εξαιρετικά επιφυλακτικές.

Τα πολιτικά μορφώματα που προέκυψαν εντωμεταξύ σε διάφορες περιοχές του κόσμου, όπως ο «κομμουνιστικός» καπιταλισμός στην Κίνα ή οι ισλαμιστικές «δημοκρατίες» στον μουσουλμανικό κόσμο, δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουν τα στοιχεία της οικουμενικότητας που θα συνέπαιρναν τα έθνη της γης. Μάλλον τα φοβίζουν.

Πάνω σε τι θα μπορούσε να στηριχθεί, όμως, η ζητούμενη νέα οικουμενικότητα;

Εδώ, για μπορέσουμε να περάσουμε από την ανάλυση στη σύνθεση, θα πρέπει να υιοθετήσουμε κάποιες κοινές παραδοχές, πανανθρώπινης ισχύος, σαν βάση για οτιδήποτε θέλει να θεωρηθεί οικουμενικό.

Ξεκινώντας από υφιστάμενες φόρμες θα μπορούσαμε, ας πούμε, να υιοθετήσουμε τη «διεθνή χάρτα των δικαιωμάτων του ανθρώπου». Όμως αυτή είναι απλά μια διακρατική συμφωνία στα πλαίσια του ΟΗΕ, που αφορά κυρίως την προστασία των δικαιωμάτων, και ισχύει στο βαθμό που τα κράτη την τηρούν. Υπάρχουν δύο κύριοι λόγοι που την καθιστούν ανεπαρκή για «καταστατικό χάρτη» μιας νέας πολιτικής:
α. Προϋποθέτει την κρατική συγκατάθεση, άρα δεν έχει να κάνει με ελεύθερη δράση πολιτών (η οποία μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την υπόσταση πολλών κρατών).
β. Αναφέρεται στα δικαιώματα και στην προστασία τους, παίρνοντας μια στάση συνηγόρου του πολίτη, ως εν δυνάμει αδικημένου και όχι ως εκείνου που διαμορφώνει το δίκαιο.

Η έννοια του δικαίου, όσο σημαντική και να είναι, δεν αρκεί από μόνη της για μια νέα πολιτική πρόταση, διότι στην κοινωνική πρακτική των ατόμων (άρα και στην πολιτική – ως σύμφωνο διακυβέρνησής τους) υπεισέρχονται κι άλλοι παράγοντες, που έχουν να κάνουν με τα ζητούμενα τους, με την τόλμη και τη γενναιότητά τους, κι όχι μόνο με τη διασφάλισή τους.

Εδώ έρχεται η πρώτη κοινή παραδοχή: ότι οι κοινωνίες (άρα και η ανθρωπότητα, ως η παγκόσμια κοινωνία) αποτελούνται από άτομα. Μπορεί να υπάρχουν διάφορες ενδιάμεσες διαστρωματώσεις των ατόμων, (εθνικές, φυλετικές, πολιτιστικές, ταξικές, θρησκευτικές, οπαδικές, κ.λ.π), αλλά όλες στηρίζονται επ’ αυτών των ίδιων των ατόμων ως των συστατικών τους μονάδων.

Αν στηρίξουμε οποιαδήποτε πολιτική άποψη στη βάση μιας κάποιας ομαδοποίησης (π.χ. ταξικής, όπως έκανε ο μαρξισμός) και όχι στη βάση του ατόμου, τότε η άποψή μας πάσχει από μερικότητα και στερείται αυτομάτως της γενικότητας που απαιτεί το οικουμενικό.
Άρα, η βάση και ο κοινός παρονομαστής οποιασδήποτε οικουμενικής θεώρησης δεν μπορεί να είναι παρά η μονάδα που απαρτίζει τα σύνολα, το άτομο, χωρίς το οποίο αυτά είναι ανυπόστατα, άρα ανυπόστατη και όποια θεωρία συνόλου δεν ξεκινάει από αυτό.

Ξεκινώντας με βάση το άτομο, ο επόμενος κοινός παρονομαστής που συναντάμε, είναι ότι όλα τα άτομα, ανεξαρτήτως των ιδιαιτεροτήτων, των επιδιώξεων και των πεποιθήσεών τους, θέλουν να νιώθουν καλά. Από τη στιγμή που αυτό κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί, μπορούμε να το θεωρήσουμε σαν βασική μας Αρχή.

Η αρχή του να-νιώθεις-καλά είναι απλή, αλλά όχι απλοϊκή. Με τη βοήθεια, ακριβώς, της απλότητάς της μπορούμε να απλοποιήσουμε (και όχι να απλουστεύσουμε) πολλές κατασκευές και να τις κάνουμε πιο λειτουργικές ως προς το να νιώθουμε ακριβώς καλά. Έτσι, βάσει αυτής, μπορούμε να αναρωτηθούμε σε τι εξυπηρετούν τα πολιτικά συστήματα, αν δεν κάνουν τη ζωή μας πιο εύκολη, ας πούμε.

Η αρχή του να-νιώθεις-καλά, (the feeling-good principle, θα λέγαμε στα αγγλικά), είναι μεν απλή, αλλά εμπεριέχει μια σειρά από παραμέτρους, που αν εξεταστούν το ίδιο απλά, χωρίς προκαταλήψεις, (βλ. το σχετικό «Τόσο απλά»), θα δείξουν πως όσο κι αν είναι επίφοβη η εγωιστική πρακτική των ατόμων (την οποία υποθάλπει ο νεοφιλελευθερισμός), αυτά δεν μπορούν να νιώσουν καλά, παρά συνδέοντας τον εαυτό τους με το σύνολο.

Εδώ ακριβώς είναι που πρέπει να υπεισέλθει η νέα πολιτική πρόταση, εστιάζοντας στη «πυρηνική» συνιστώσα των κοινωνιών (στην τάση των ατόμων να συνδέονται, για να νιώσουν καλά), και να τα διευκολύνει στη νέα παγκοσμιοποιημένη εποχή, όπου οι διασυνδέσεις έχουν άλλο εύρος πια.

Μια τέτοια ριζικά απλή (και με τον τρόπο της επαναστατική) επαναδιαπραγμάτευση της πολιτικής, από τη σκοπιά πλέον του ατόμου, του «πυρήνα» των κοινωνιών, μπορεί να απελευθερώσει όλη την ενέργεια που βρίσκεται εγκλωβισμένη σε συμπλέγματα φόβου και καχυποψίας, παγιδευμένη σε «σκληροπυρηνικά» κελύφη μοναχικών και αποσυνδεδεμένων ατόμων, που  κινούνται από την αγωνία να πάρουν και όχι να δώσουν, αφού ζουν σε ένα σύστημα όπου ο «παρτακισμός» κυριαρχεί.

Με τον «παρτακισμό» να εξαντλεί τα παγκόσμια αποθέματα ενέργειας (ανθρώπινης και γεωφυσικής) χωρίς να τα αναπληρώνει με ανάλογη προσφορά, και να οδηγεί την οικονομία σε αδιέξοδο (βλ. σχετικό άρθρο), όποια διορθωτικά μέτρα και να ληφθούν δεν θα λύσουν το πρόβλημα παρά προσωρινά, αν δεν εστιάσουν στο «πυρηνικό» ζήτημα.

Ακόμη και στις περιπτώσεις που τα διορθωτικά/μεταρρυθμιστικά μέτρα επείγουν, (όπως στην περίπτωση της Ελλάδας), το πρόβλημα δεν θα λυθεί τελικά, αν δεν αλλάξει ριζικά ο τρόπος προσέγγισής του, με μια νέα πολιτική που θα εστιάζει στο άτομο και στη διάθεσή του να προσφέρει (για να συνδεθεί οργανικά με το σύνολο και να νιώσει ολοκληρωμένο).
Κύρια μέλημα των κυβερνήσεων, σε αυτήν την πολιτική, θα είναι να διευκολύνουν τις διασυνδέσεις των ατόμων (και των συνόλων τους  - όπως της Ελλάδας με την Ευρώπη και της Ευρώπης με το σύνολο της ανθρωπότητας), με μέτρα που θα τα ενθαρρύνουν να ανοιχτούν και θα μειώνουν το φόβο που τα κρατάει κλειστά.

Μπορεί να πρέπει να γίνουν πολλά (ή να ξεγίνουν) για να απλο-ποιηθούν τα συστήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά ενόψει του διαφαινόμενου χάους από την ανυπαρξία μιας συνεκτικής πολιτικής (που ταλανίζει ήδη την Ευρώπη), ήρθε η ώρα να κινηθούμε αποφασιστικά προς τα εκεί.